- αναγλυκώνω
- [ανάγλυκος](για ζύμη) γίνομαι νερουλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάγλυκος — η, ο 1. ο λίγο γλυκός, υπόγλυκος, άγλυκος 2. αυτός που περιέχει πολύ νερό, νερουλός 3. ο επιτηδευμένα και άχαρα γλυκός στους τρόπους, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλυκός. ΠΑΡ. αναγλυκώνω] … Dictionary of Greek